κυκεώνας

κυκεώνας
[-ων (-ώνος)] ο неразбериха, путаница; мешанина; беспорядок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κυκεώνας" в других словарях:

  • κυκεώνας — ο (AM κυκεών, ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, ᾱνος) σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῑς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού,… …   Dictionary of Greek

  • κυκεώνας — ο συνονθύλευμα, ανακατωσούρα, λαβύρινθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυκεῶνας — κυκεών potion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκάν — κυκάν, ᾱνος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κυκεώνας …   Dictionary of Greek

  • πολυοδία — ἡ, ΜΑ 1. μακρύς δρόμος, μακρινή οδοιπορία 2. ύπαρξη πολλών δρόμων, λαβύρινθος («ταῖς πολυοδίαις τοῡ βίου τούτου ἐναμηχανοῦντες», Γρηγ. Νύσσ.) 3. (για εσφαλμένα επιχειρήματα) κυκεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὁδός + κατάλ. ία (πρβλ. παρ οδ ία)] …   Dictionary of Greek

  • συμφυρμός — ο, ΝΜΑ [συμφύρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμφύρω, άτακτη ανάμιξη διαφόρων πραγμάτων, ανακάτωμα, κυκεώνας νεοελλ. γλωσσ. το φαινόμενο κατά το οποίο δύο λέξεις σημασιολογικά συγγενείς αναμιγνύονται και δημιουργούν μια νέα λέξη, όπως λ.χ. η …   Dictionary of Greek

  • συρφετολογία — ἡ, ΝΑ κυκεώνας επιχειρημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρφετός + λογία*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»